υπερόφρυος

υπερόφρυος
-α, -ο / ὑπερόφρυος, -ον, ΝΜ
το ουδ. ως ουσ. το υπερόφρυο(ν)
το τμήμα τού μετώπου που βρίσκεται αμέσως πάνω από τα φρύδια
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα φρύδια
2. φρ. «υπερόφρυο τόξο»
ανατ. τοξοειδής διόγκωση τού μετωπιαίου οστού πάνω από τους οφθαλμικούς κόγχους, που αντιστοιχεί στα φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὀφρύς «φρύδι» κατά τα επίθ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερόφρυο — το / ὑπερόφρυον, ΝΜ βλ. υπερόφρυος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”